οσφυΐτιδα

οσφυΐτιδα
η
ιατρ. η οσφυαλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + κατάλ. -ίτις, -ίτιδος (πρβλ. πλευρ-ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”